δεκελεικός

δεκελεικός
-ή, -ό (Α δεκελεικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δεκέλεια ή προέρχεται απ' αυτήν
2. φρ. «δεκελεικός πόλεμος» — η τελευταία περίοδος τού Πελοποννησιακού πολέμου μετά την οχύρωση τής Δεκέλειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δεκελεικός — a Decelean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικῶν — Δεκελεικός a Decelean fem gen pl Δεκελεικός a Decelean masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικόν — Δεκελεικός a Decelean masc acc sg Δεκελεικός a Decelean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικοῦ — Δεκελεικός a Decelean masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικῷ — Δεκελεικός a Decelean masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”