- δεκελεικός
- -ή, -ό (Α δεκελεικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δεκέλεια ή προέρχεται απ' αυτήν2. φρ. «δεκελεικός πόλεμος» — η τελευταία περίοδος τού Πελοποννησιακού πολέμου μετά την οχύρωση τής Δεκέλειας.
Dictionary of Greek. 2013.